επίλεπτος

επίλεπτος
ος , ον уст. очень тонкий, утончённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επίλεπτος" в других словарях:

  • επίλεπτος — ἐπίλεπτος, ον (AM) λεπτεπίλεπτος, πολύ λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί (με επιτ. σημ.) + λεπτός] …   Dictionary of Greek

  • ἐπίλεπτον — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem acc sg ἐπίλεπτος somewhat light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέπτου — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέπτων — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλεπτα — ἐπίλεπτος somewhat light neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλεπτύνω — (Α ἐπιλεπτύνω) [επίλεπτος] νεοελλ. κάνω κάτι πιο λεπτό αρχ. 1. ψιλοκοσκινίζω 2. αλείφω ελαφρά την επιφάνεια 3. υποδιαιρώ …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»